- φορτσάτος
- η, ο1) сильный, порывистый (о ветре); 2) спешащий (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φορτσάτος — η, ο, και διαλ. τ. φορτσάδος, α, ο, Ν ορμητικός, γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forzato] … Dictionary of Greek
φορτσάτος — ο βλ. φορτσάδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορτσάδος — α, ο, Ν (διαλ. τ.) βλ. φορτσάτος … Dictionary of Greek
φορτσάδος — φορτσάδος, ο και φορτσάτος, ο (για άνεμο), δυνατός, σφοδρός, βίαιος, ορμητικός, φουριόζος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)